ζάφτι — και ζάπτι και ζάπι, το (Μ ζάφτι και ζάπτι) 1. κατάληψη 2. περιορισμός, «μέτρο», φειδώ 3. φρ. «κάνω ζάφτι» ή «κάνω ζάπι» καταβάλλω, δαμάζω, επιβάλλομαι, κάνω κάποιον υποχείριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zapti] … Dictionary of Greek
ζάφτι — το ιού (λ. τουρκ.), στη φράση: «Δεν μπορώ να τον κάνω ζάφτι», δεν μπορώ να τον δαμάσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άζαπος — η, ο ο αζάπικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + ζάπι / ζάφτι «αυτός που δεν μπορείς να τόν κάνεις ζάφτι, να τόν δαμάσεις» η < αζάπης (Ι) «ελεύθερος, ατίθασος»] … Dictionary of Greek
αζάφτιστος — η, ο αυτός που δεν γίνεται «ζάφτι», ατίθασος, ανυπότακτος, αδάμαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *ζαφτίζω < ζάφτι] … Dictionary of Greek
ζάπι — το βλ. ζάφτι. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ζάφτι] … Dictionary of Greek
ζάπτι — το βλ. ζάφτι. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. ζάφτι] … Dictionary of Greek